σηλαγγεύς

σηλαγγεύς
σηλαγγεύς, -έως
Grammatical information: m.
Meaning: `gold refiner, gold washer' (Agatharch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: For *σαλαγγεύς (from σάλαγξ; s. σάλος), with -η- after σῆραγξ (s. v.)?
Page in Frisk: 2,695

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σηλαγγεύς — gold refiner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] …   Dictionary of Greek

  • σηλαγγεῖς — σηλαγγεύς gold refiner masc acc pl σηλαγγεύς gold refiner masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”